συνεξόζω

συνεξόζω
Α
αναδίδω οσμή επί πλέον («ἔνια δὲ καὶ εἰς οὔρησιν ἄγει, συνεξόζειν ποιοῡντα αὐτά», Θεοφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξόζω «μυρίζω, αναδίδω οσμή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”